- ὀνομακλυτός
- ὀνομακλυτόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονομάκλυτος — ὀνομάκλυτος, ον, θηλ. και α (Α) (ποιητ. τ.) 1. περιώνυμος, ξακουστός 2. αυτός που παρέχει δόξα σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα + κλυτός (< κλύω «ακούω, προσέχω»)] … Dictionary of Greek
ὀνομάκλυτος — of famous name masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομακλυτόν — ὀνομακλυτός masc/fem acc sg ὀνομακλυτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομάκλυτον — ὀνομάκλυτος of famous name masc acc sg ὀνομάκλυτος of famous name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κὠνομάκλυτον — ὀνομάκλυτον , ὀνομάκλυτος of famous name masc acc sg ὀνομάκλυτον , ὀνομάκλυτος of famous name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομακλύτα — ὀνομακλύτᾱ , ὀνομάκλυτος of famous name fem nom/voc/acc dual ὀνομακλύτᾱ , ὀνομάκλυτος of famous name fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek